ΟΥΤΕ ΑΡΓΑ, ΟΥΤΕ ΝΩΡΙΣ

ΟΥΤΕ ΑΡΓΑ, ΟΥΤΕ ΝΩΡΙΣ
ΟΥΤΕ ΑΡΓΑ, ΟΥΤΕ ΝΩΡΙΣ

Ευρετήριο Άρθρου


Γράφει η Κατερίνα Μαύρου

Πω, πω! Πήγε 11 η ώρα. Πρέπει να πάω για ύπνο, να ξεκουραστώ. Αύριο είναι μεγάλη μέρα. Βέβαια…είναι μεγάλη! Αύριο θα πάρω τη σύνταξη. 325 ευρώ και 80 λεπτά. Ανάθεμά τους με τα ευρώ. Τι τα θέλανε τα αναθεματισμένα; Ακόμα δεν μπορώ να τα συνηθίσω. Πολύ με δυσκολεύουν.


Πάω στο μανάβη να πάρω δύο ντομάτες (δυο μετρημένες) και μου λέει « Ορίστε κυρία Κική, οι ντομάτες σας. 15 λεπτά». Και δεν τα βλέπω αυτά τα ρημάδια τα λεπτά! Δύο ώρες έκανα να τα βρω. Και αφού τον πλήρωσα τον άνθρωπο και έφυγα, προσπαθούσα να βρω σε όλο τον δρόμο και σκεφτόμουν, αυτά τα 15 λεπτά πόσες δραχμές είναι. Δραχμές ελληνικές που τις ξέρω. Μ’ αυτές μεγάλωσα, μ’ αυτές έζησα όλη μου τη ζωή. Και ήξερα. Αυτό έχει 5 δραχμές και είναι φτηνό, το άλλο έχει 100 δραχμές και είναι ακριβό. Τώρα; Τώρα με τα ευρώ δεν μπορώ να καταλάβω. 
Τώρα να μου πεις ! Και με τις δραχμές πάλι το φτηνό αγόραζα γιατί δεν είχα ποτέ λεφτά για το ακριβό. Ναι αλλά το ήξερα. Τώρα δε το ξέρω.

Τέλος πάντων! Αύριο θα πάρω 325 ευρώ και 80 λεπτά. Μάλιστα! Να δω τι θα τα κάνω. Τώρα θυμήθηκα τον άλλον στη τηλεόραση, που είδα προχτές. Αυτό το δημοσιογράφο, δε θυμάμαι πως τον λένε. Έλεγε λοιπόν αυτός, πως τώρα στην κρίση, όπως ο κάθε νοικοκύρης πρέπει να κάνει καλά το κουμάντο του με τα λεφτά του, έτσι και το κράτος πρέπει να διαφεντεύει καλύτερα τα έχει του και όλα θα πάνε καλά. Και θα έρθει λέει η « ανάπτυξις». Δεν κρατήθηκα, ναι την αμαρτία μου τη λέω, δε κρατήθηκα και τον μούντζωσα μια, δύο, τρεις φορές τον άμυαλο, τόσο που με νευρίασε.
Βρε παραλυμένε, του λέω, και να θέλω πως μπορώ να σπαταλήσω 325 ευρώ και 80 λεπτά; Τι να κάνω; Να τρώγω δυο γιαούρτια αντί για ένα κάθε βράδυ; Η αντί για δυο χάπια, αυτά για τη καρδιά που μου έγραψε ο γιατρός, εγώ να το ρίξω λιγάκι έξω και να παίρνω τέσσερα; Και κλείνω τη τηλεόραση !

Δεν μπορώ πια να τους ακούω, ταράζομαι. Και να σκεφτεί κανείς πως γι’ αυτά τα 325 ευρώ και 80 λεπτά, ξόδεψα τα νιάτα μου στα εργοστάσια να δουλεύω σχεδόν όλη μέρα για να φτιάχνω όχι τη δική μου ζωή, αλλά των αφεντικών. Και τι αφεντικά! Όλα ένα και ένα, διαλεχτά. Και τι κέρδισα; Το μόνο που απόχτησα είναι αυτό το δυαράκι. Πάλι καλά να λέω. Θα μπορούσε τώρα να μη το είχα ούτε κι αυτό και να ήμουνα στο δρόμο.

Βέβαια να μου πεις, τρία παιδιά μεγάλωσες. Τρία παλληκάρια μέχρι κει πάνω. Ε, ναι δεν λέω, που κακό να μην τα βρει, όμως πολύ στερημένα τα κακόμοιρα. Στερήθηκαν πολλά, όσο κι αν δούλεψα, ποτέ δεν μπόρεσα να τους τα προσφέρω όλα. Αχ, πόσο το’ χω βάρος στη ψυχή μου, ούτε ένα τους δεν μπόρεσα να σπουδάσω. Και τα τρία χειρωνακτικές δουλειές, εργάτες. Να’ χα τουλάχιστον ένα σπιτάκι, μικρό, σαν αυτό εδώ να τους δώσω να τα βοηθήσω. Άντε τώρα να ταΐσουν οικογένεια, να μεγαλώσουν παιδιά. Και τα δικά τους παιδιά στερημένα θα γίνουν.

Και έχεις και τον άλλον και σου λέει κάνε οικονομία. Όποτε το σκέφτομαι διαολίζομαι. Και το κράτος οικονομία κάνει και κόβει τις συντάξεις και τους μισθούς μας; Είδε φαίνεται πως είμαστε σπάταλοι, όλοι εμείς, και είπε να μας συμμαζέψει! Αχ, καλά το λέω και το ξαναλέω εγώ, ότι δεν πάει καλά τούτος ο κόσμος. Άμα βλέπεις τους ανθρώπους να πεινάνε και τα γεννήματα να περισσεύουν, δεν πάει καλά. Δεν βλέπω εγώ τι γίνεται στο σούπερ-μάρκετ; Ένα γάλα να πάρεις από το ράφι, αμέσως βάζουν άλλο στη θέση του. Που πάει να πει ότι υπάρχει μπόλικο. Κι όμως, πόσες φορές έχω βρεθεί να μη μπορώ να τ’ αγοράσω. Και κοντά σε μένα και πόσοι άλλοι. Αχ, δε πάμε καθόλου καλά.

«Μη γκρινιάζεις κυρά Κική» μου λένε όλοι. Και εγώ τους λέω « δε γκρινιάζω, το αντίθετο, για πρώτη φορά στη ζωή μου μιλάω καθαρά. Και σκέφτομαι ακόμα πιο καθαρά». Αχ, στερνή μου γνώση να σε είχα πρώτα, καλά το λένε. Όσο ήμουν νέα δεν σκεφτόμουν έτσι. Μου έλεγε ο πατέρας μου: «Τι τα θέλεις τα γράμματα; Δουλειά να έχεις να βγαίνει το ψωμί». Του έλεγα, ναι πατέρα. Ορίστε τα χαΐρια μου. Όλη μου τη ζωή δουλεύω και ψωμί δε χόρτασα. Θεός να τον συγχωρέσει κι αυτόν, τόσα ήξερε τόσα έλεγε.
Μετά μου είπε: «Τι τις θέλεις τις αγάπες; Το Κωνσταντή να πάρεις που σου δίνω. Είναι νοικοκύρης θα περάσεις καλά μαζί του». Ναι πατέρα, ξαναείπα εγώ. Καλός άνθρωπος ήταν ο Κωνσταντής, δε λέω, μα δειλός σαν εμένα, προκοπή δεν είδε. Ώσπου πέθανε και ησύχασε. Ας τον συγχωρέσει κι αυτόν ο Θεός άμα μπορεί, γιατί εγώ δε μπορώ.

«Εδώ είμαστε μια οικογένεια, δουλεύουμε όλοι για το καλό της επιχείρησης. Γιατί άμα αυτή πηγαίνει καλά, θα χορτάσουμε όλοι με μπόλικο ψωμί», μου είπε το πρώτο μου αφεντικό. Ναι ξαναείπα εγώ χωρίς να το σκεφτώ. Βλέπεις, το ναι σου γίνεται πολύ εύκολα συνήθεια. Και δώστου υπερωρίες, και άντε τρεχάλα να προλάβεις την παραγωγή. Και να σέβεσαι το αφεντικό γιατί σου δίνει δουλειά, και να μην αντιμιλάς. Κι είχα και τρία παιδιά να μεγαλώσω.

Αλήθεια, σε πόσα αφεντικά είπα το ναι; Δε θυμάμαι, σε όλα. Και όταν τα παιδιά από το σωματείο ερχόντουσαν και μου έλεγαν «Το αφεντικό μας εκμεταλλεύεται για να πλουτίζει. Πρέπει να ξεσηκωθούμε και να διεκδικήσουμε το δίκιο μας», αχ …σ’ αυτούς είπα όχι. «Είναι δίκαιο να δουλεύουμε πολύ και να πληρωνόμαστε τόσο λίγο; Πρέπει να ζητήσουμε αύξηση και αν δεν μας τη δώσει να κάνουμε απεργία» μου έλεγαν. Πήγαινα εγώ στο σπίτι, το συζητούσα με το Κωνσταντή. Εκείνος μου έλεγε «Τι τις θέλουνε τις απεργίες; Σάμπως θα κερδίσουν τίποτα; Τη δουλειά τους θα χάσουν. Να κάτσεις στ’ αυγά σου». Χωρίς και πάλι να το σκεφτώ έλεγα ναι στο Κωνσταντή και όχι στα παιδιά του σωματείου.

Αλίμονο μου, τώρα καταλαβαίνω ότι δεν έφταιγε που έλεγα πιο πολλά ναι από όχι. Αλλά το ότι τα έλεγα ανάποδα. Εκεί που έπρεπε να πω ένα δυνατό ΟΧΙ, εγώ έλεγα πάντα ένα σιγανό και ταπεινό ναι. Και το αντίθετο, όπου έπρεπε να ξεστομίσω ένα αποφασιστικό ΝΑΙ, εγώ ψέλλιζα ένα ένοχο όχι. Ανάποδα, όλα ανάποδα. Και να πεις πως ήμουν καμιά χαζή που δεν είχε μυαλό; Ίσα-ίσα που ήμουν ξύπνια και μάθαινα γρήγορα. Αλλά φαίνεται πως το μυαλό του ανθρώπου, παθαίνει σιγά-σιγά άμα μένει ατάιστο. Και εγώ το δικό μου χρόνια το άφησα να πεινάει. Νομίζεις ότι τους πίστευα; Κανένα τους δεν πίστεψα ποτέ. Ούτε το πατέρα μου, ούτε τον Κωνσταντή, ούτε και κανένα από τ’ αφεντικά. Ούτε τους πολιτικάντηδες που μου έταζαν τόσα, πίστεψα ποτέ. Αυτοί νόμιζαν ότι γι’ αυτό τους έδινα την ψήφο μου. Μα εγώ τώρα ξέρω καλά ότι τους την έδινα γιατί δε μπορούσα να ψάξω που αλλού να τη δώσω.

Βλέπεις ήταν που ένιωθα, έτσι με είχαν μάθει, ότι όλοι αυτοί ήταν η μοίρα μου. Μου έλεγαν ψέματα, το ήξερα, μα ήταν η μοίρα μου, πώς να τους εναντιωθώ; Ξέρεις τι είναι η μοίρα του ανθρώπου; Άτιμο πράγμα. Δεν έχει μπέσα. Είναι αυτό που ξέρεις, που έχεις συνηθίσει, γιατί στο έχουν μάθει καλά και δε το φοβάσαι πια. Είναι παλιό, πάει πίσω στον πατέρα, στον παππού, ακόμα και στον προπάππο. Ποτίζει το μυαλό, την ψυχή, κάθε άκρια του κορμιού. Τόσο, που δε το καταλαβαίνεις πια. Πώς να το βγάλεις από πάνω σου; Εύκολο είναι; Θέλει θάρρος και τόλμη να πας κόντρα στη μοίρα σου. Έτσι σκεφτόμουν τότε.

Έλεγα, ο κόσμος έτσι είναι φτιαγμένος. Αυτοί που τον έφτιαξαν ξέρουν. Όλοι σ’ αυτόν ζουν, με αυτόν πορεύονται, ας κάνω και εγώ το ίδιο. Ποια είμαι εγώ που θα τον αλλάξω;
Βέβαια υπήρχαν και οι άλλοι, αυτοί που διαμαρτύρονταν, που δεν ανέχονταν να ζουν δουλεύοντας μέχρι να πέσουν τα γόνατα από τη κούραση και με ένα πιάτο φαΐ, ίσα-ίσα για να μη μένουν νηστικοί. Που φώναζαν στους δρόμους και έκαναν απεργίες, μα κι αυτούς τους έτρωγαν οι φυλακές και οι εξορίες. Τόσο άσχημη κατάληξη είχαν, που φοβόσουν ακόμα και να τους μιλήσεις. Μη ξεχνάς ότι παιδί του πολέμου είμαι κι εγώ. Γεννήθηκα μέσα στην πείνα και στη δυστυχία. Κατοχή και φόβος παντού. Και μετά εμφύλιος και άλλοι σκοτωμοί. Και φόβος, πάντα φόβος, χρόνια δύσκολα. Φυλακές και ξερονήσια για τους ανυπότακτους. Και για τους υποταγμένους φόβος μεγαλύτερος. Τέτοιοι ήταν και οι γονείς μου, υποταγμένοι και έμαθαν και μένα έτσι. Παραδομένοι στο φόβο, με έμαθαν να μιλάω λίγο και να σκέφτομαι ακόμα πιο λίγο. Και μετά δικτατορία. Κι άλλη μεγαλύτερη σιωπή και υποταγή. Και φυλακές και εξορίες ξανά για όσους δεν φοβόντουσαν. Και εγώ να μεγαλώνω και να μη μιλάω. Ήμουν κρεμασμένη από τα όμορφα ψέματα γιατί δεν άντεχα να δω την αλήθεια. Έτσι έζησα όλη μου τη ζωή. Μίζερα και φοβισμένα. Έτσι μεγάλωσα και τα παιδιά μου. Αχ, τα παιδάκια μου. Ο φόβος είναι το μόνο πράγμα που θα τους αφήσω; Καλά μου τα έλεγε εκείνο το μικρό μου, ο Νικολάκης μου.

Αυτό μου βγήκε ανυπότακτο από μικρό. Αντιδρούσε σε ότι και αν το συμβούλευα. Του έλεγα κάτσε ήσυχα, μη μπλέκεσαι με φασαρίες. Και μου έλεγε, δεν είναι φασαρίες μάνα, είναι αγώνας για να ζήσουμε καλύτερα. Του έλεγα, δεν έχουν δει τα μάτια σου αυτά που έχουν δει τα δικά μου γι’ αυτό τα λες. Μου έλεγε, δεν έχεις δίκιο μάνα. Ο άνθρωπος πρέπει να έχει θάρρος και να παλεύει για το δίκιο του. Αυτά που έπρεπε να του μάθω εγώ, μου τα μάθαινε εκείνο. Πόσο δίκιο είχε. Τώρα το καταλαβαίνω. Και εγώ που πάντα το απόπαιρνα. Και το στεναχωρούσα, ενώ έπρεπε να είμαι περήφανη γι’ αυτό.

Το παιδάκι μου! Αύριο κιόλας θα πάω να το βρω. Να του πω πόσο περήφανη είμαι γι’ αυτόν και για τα αδέλφια του. Θα το πω και στους τρεις, πόσο φταίχτρα είμαι. Έφταιξα, ναι έφταιξα γιατί δεν πάλεψα να τους παραδώσω έναν κόσμο λίγο καλύτερο.

Το χρέος μου δεν το έκανα. Τώρα τι παραπονιέμαι που ο κόσμος δε πάει καλά. Αν εγώ και όλοι οι άλλοι σαν κι εμένα, είχαμε αντέξει να σπάσουμε τη σιωπή και το φόβο, τώρα σίγουρα ο κόσμος θα ήταν καλύτερος. Και θα τους πω, θα τους ξορκίσω να μη γίνουν σαν και μένα, να μη μάθουν στα παιδιά τους το φόβο και τη σιωπή. Και την υποταγή. Γιατί αυτή η ζωή δεν είναι ζωή, θα τους πω. Ελπίζω να με καταλάβουν και να με συγχωρέσουν.