Αλληλένδετες Βιογραφίες Λουίζα Ριανκούρ & Παύλος Μελάς

by Angellight Services Ltd
Αλληλένδετες Βιογραφίες Λουίζα Ριανκούρ & Παύλος Μελάς

Γράφει ο Νίκος Βασιλειάδης
δημοσιογράφος-συγγραφέας

Λουίζα Ριανκούρ.
1820, στην Ευρώπη κάνει την εμφάνισή της μια νέα λέξη με ιδιαίτερη πολιτική σημασία. Ο Φιλελευθερισμός. Την επόμενη χρονιά είναι η χρονιά που ξεσπά η Ελληνική επανάσταση και στην Ευρώπη οι φωνές συμπαράστασης προς την εξεγερμένη Ελλάδα, τα αιτήματα και τα επιχειρήματα που δικαιολογούν την συμπάθεια και την υποστήριξη στον αγώνα των Ελλήνων προέρχονται αποκλειστικά σχεδόν από την μερίδα αυτή των πρώιμων φιλελευθέρων και ριζοσπαστών.



Οι λόγοι είναι σαφείς.

1. Η γέννηση του ευρωπαϊκού πολιτισμού οφείλεται στους προγόνους των νεοελλήνων οι οποίοι χρησιμοποιούσαν το ίδιο αλφάβητο και την ίδια γλώσσα με τους σημερινούς Έλληνες.

2. Οι Έλληνες είναι χριστιανοί που μάχονται σκληρά εναντίον των απίστων τούρκων. Αν η Ευρώπη δεν τους υποστηρίξει θα αφεθούν εγκαταλελειμμένοι στην αγριότητα και στο φονικό.

3. Η υποστήριξη στην επαναστατημένη Ελλάδα οδηγεί σε εμπορικές ευκαιρίες σε ολόκληρη τη μεσόγειο καθώς θα μειώνεται η επιρροή της οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Η συντηρητική Ευρώπη όμως αντιδρά, διακυβεύεται η σχέση της ιεράς συμμαχίας με την Πύλη και η ελληνική επανάσταση θα είναι η θρυαλλίδα που θα ανατρέψει κάθε τι μέσα στα εύθραυστα εικονικά από εθνολογικής άποψης σύνορα της Ευρώπης.
Και όμως η υπάρχουν πολλοί φιλεύθεροι ριζοσπάστες που αγωνίζονται να κάνουν το ελληνικό πρόβλημα, πρόβλημα της Ευρώπης, όπως ο σερ Τζειμς Μάγκιντος που σε μια ομιλία του στη βουλή των Λόρδων στη Βρετανία αναφωνεί:
Ας μιλήσουμε για τα συμφέροντα της ελευθερίας. Τα αποκαλούν επαναστατικές φωνασκίες. Aς μιλήσουμε για τα συμφέροντα της θρησκείας, τα αποκαλούν υποκρισία του φανατισμού. Aν εμείς τολμήσουμε και εκφράσουμε τα συναισθήματα που οφείλουμε να αποδίδουμε στους μεγάλους διδασκάλους καθοδηγητές, κοσμήματα της ανθρωπότητας θα μας χλευάσουν ότι χρησιμοποιούμε τις κοινοτοπίες των σχολιαρόπαιδων! Εάν αποτολμήσουμε να χαιρετήσουμε την προοπτική ενός δεύτερου πολιτισμού της Ελλάδας και να προσδοκούμε με μεγάλη ευχαρίστηση μιαν άλλη Αθήνα που αναδύεται με νέες τέχνες και ευγλωττία ώστε να ανταγωνιστεί εάν είναι δυνατόν την προγονική της δόξα θα μας μεμφθούν και θα μας χλευάσουν. Σαν να είμαστε τα θύματα μιας ουτοπικής φιλοσοφίας σαν παραπλανημένοι οραματιστές που υπηρετούν ως στόχο έναν ανεφάρμοστο πολιτισμό και μια ανέφικτη πρόοδο.
Οι άνθρωποι αυτοί που είδαν μέσα από τον αγώνα της επαναστατημένης Ελλάδας την ευκαιρία να διασπαρθούν σε ολόκληρη την Ευρώπη οι φιλελεύθερες ιδέες για εθνικές εξεγέρσεις, για εθνική ανεξαρτησία και αυτοδιοίκηση των λαών της Ευρώπης είναι αυτοί που μπόλιασαν την ψυχή των φιλελλήνων, τους εμφύσησαν την αγάπη για μια ανεξάρτητη Ελλάδα, κάτω από ένα καθεστώς συνταγματικής ελευθερίας, ένα σύγχρονο δημοκρατικό πολίτευμα που να εμπεριέχει αστικές και πολιτικές ελευθερίες, απαλλαγμένο από τους επιβαρυμένους θεσμούς της μοναρχίας της αριστοκρατίας και τα εγκαθιδρυμένα νομικά συστήματα που εμπόδιζαν τα ευρωπαϊκά κράτη να υιοθετήσουν τους κώδικες του φιλελευθερισμού.
Ο στόχος του ελληνικού αγώνα για ανεξαρτησία δεν ήταν για τους φιλελευθέρους ριζοσπάστες αυτή καθαυτή και πάση θυσία η ανεξαρτησία, αλλά η ανεξαρτησία σαν μια ευκαιρία να εδραιωθεί μια διακυβέρνηση που θα εξασφάλιζε αστική και πολιτική ελευθερία και βέβαια συνταγματική δημοκρατία, το ρεαλιστικό σημείο εκκίνησης του φιλελευθερισμού.
Μέσα στις εκατοντάδες των ανθρώπων αυτών που διαποτίστηκαν από αυτό το πνεύμα αναγνωρίζουμε και τη μορφή της Λουίζας Ριανκούρ. Μια γυναίκα που ισορροπεί ανάμεσα στην αριστοκρατική της καταγωγή και στη βαθιά επιθυμία να υποστηρίξει έναν υψηλό σκοπό. Η γυναίκα για την οποία ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου έγραψε στις 8-1-1903 για τους κατ’ επίφασιν και τους πραγματικούς φιλέλληνες: «… Η κόμησσα Ριανκούρ επέταξε τον κομητικό τίτλο, έκαμε τον υιόν της Ραούλ φαντάρο Έλληνα έγινε Ελληνίς, παρακολουθεί την ελληνικήν ζωήν, τας εκδηλώσεις της και τας ανάγκας της Ελλάδος, όσον ολίγοι Έλληνες!»
Η βιογραφία της σε πολλούς άγνωστη καθόσον τα στοιχεία είναι λιγοστά θα ξεδιπλώσει την ισχυρή αυτή προσωπικότητα που προσέφερε σχεδόν τα πάντα και κέρδισε μετά θάνατον, ένα μικρό δρομάκι στην ομώνυμη οδό των Αμπελοκήπων.

Παύλος Μελάς.
Αποκλεισμένοι στο σπίτι που είχαν μετατρέψει σε ταμπούρι, ο Παύλος Μελάς και οι λιγοστοί άνδρες του βάλλονταν από παντού. Επιχείρησαν έξοδο. Οι τουρκικές σφαίρες βρήκαν τον αρχηγό στο στήθος. Έπεσε νεκρός. Η ένοπλη δράση του Παύλου Μελά, του «Μίκη Ζέζα», κράτησε μόλις 56 ημέρες: Από τις 18 Αυγούστου ως τις 13 Οκτωβρίου 1904. Συνέβη πριν από 111 χρόνια. Ο θάνατός του ξεσήκωσε τους Έλληνες κι έγινε αιτία να ξεκινήσει σφοδρός ο Μακεδονικός Αγώνας. Ο Παύλος, ο αριστοκράτης που δεν είχε κανένα πιεστικό λόγο να πάρει μέρος στον Μακεδονικό Αγώνα και να θυσιάσει τη ζωή του. Το πλουσιόπαιδο που έζησε ανέμελα τα παιδικά και νεανικά του χρόνια, τη στιγμή που οι περισσότεροι Έλληνες πάλευαν για την επιβίωση τους. Που απολάμβανε τις βόλτες με την άμαξά του στο εξοχικό σπίτι στην Κηφισιά. Που πέρναγε τα απογεύματά του στην Αθηναϊκή Λέσχη, που είχε ιδρύσει ο μπαμπάς, βουλευτής και δήμαρχος Αθηναίων. Που στα 22 του χρόνια γίνεται μέλος μιας άλλης αριστοκρατικής οικογένειας. Της οικογένειας Δραγούμη. Με πεθερό πρωθυπουργό, με κουνιάδο τον Ίωνα Δραγούμη. Με τη Ναταλία πλάι του στις κοσμικές εκδηλώσεις της Αθήνας, με τον τον Μικέ και τη Ζάζα τα παιδιά του. Οι περισσότεροι από εμάς σήμερα, αλλά και οι άνθρωποι του τότε θα σταματούσαμε εκεί. Όχι όμως ο Παύλος. O Παύλος ζει σε μια εποχή που η πολιτική δεν μπορούσε και δεν έπρεπε πλέον να προτείνει μεγάλες ιδέες ή και φιλόδοξα σχέδια, ούτε να ασχολείται με τη θεμελίωση ισχυρών συλλογικών ταυτοτήτων. Η καταστροφή του 1897 την εγκλώβισε στο να περιορίζεται σε τεχνικές μονάχα λειτουργίες και στην επίπονη αναζήτηση μιας έστω και λίγο αποτελεσματικής διαχείρισης της φτώχειας. Η οικονομία, και τότε όπως και τώρα δεν ήταν παρά ένας απρόσωπος μηχανισμός με δικούς του κανόνες που λειτουργούν ανεξάρτητα από την ανθρώπινη βούληση. Κάπως έτσι προετοιμάζεται και διανοητικά το έδαφος για τη σταδιακή διάβρωση όλων όσα είναι δημόσια, για τον αποικισμό της επιθυμίας και του φαντασιακού των ανθρώπων για την μετατροπή της δημόσιας σφαίρας σε θέαμα και τον λαό σε «κοινό». Όμως ο Παύλος αρνήθηκε να συμφιλιωθεί, με αυτό το παράλογο διαζύγιο πολιτικής και ιδεών, το οποίο καταλήγει να μας αφοπλίζει μπροστά στις δοκιμασίες που μας περιμένουν. Είναι για πάντα στρατευμένος σε όλες αυτές τις διανοητικές και ηθικο – πολιτικές μάχες του καιρού του, αντιπροσωπεύει ένα είδος «κριτικής συνείδησης» της ηρωικής πλουτοκρατικής élite, η μόνη εξάλλου που μπορούσε να ασχοληθεί με κάτι υψηλότερο από το καθημερινό τσουκάλι που θα καταλαγιάσει την πείνα και ένα κεραμίδι για να μην πεθάνεις από το κρύο. Ο Παύλος δεν είναι «ήσυχος» δεν βολεύεται. Υπάρχει μια φωνή μέσα του, τόσο ριζοσπαστική ώστε καταλήγει στην πεσιμιστική διάγνωση της αδυναμίας των υποκειμένων απέναντι στο σύστημα και τον οδηγεί στους δρόμους για τη μετάβαση από την ολική αμφισβήτηση στη δράση. Η εσώτερη φωνή που μπορεί και αφήνει λίγες ελπίδες στην πολιτική πράξη, στην οποία εναποθέτει ένα αμυντικό καθήκον «αντίστασης» και μόνο. Ίσως μέσα του διαβλέψουμε τον άνθρωπο εκείνο που δείχνει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στην κληρονομιά του Διαφωτισμού και στις δυνατότητες του ανθρώπινου λόγου και έτσι σταδιακά μεταβάλλεται σε έναν πιστό της επαγγελίας της δημοκρατικής αυτοοργάνωσης της κοινωνίας. Μέσα του διεξάγεται ένας φιλοσοφικός αυτός πόλεμος, μια συνεχής διαπραγμάτευση με το ίδιο του τον εαυτό, γιατί οι εξουσίες δεν είναι μόνον εξωτερικές αλλά περνούν και μέσα από τον καθένα μας. Ο Παύλος αναζητάει εκείνες τις σπάνιες φιλοσοφίες της ελευθερίας που δεν αναγνωρίζουν καμιά υπέρτατη αρχή και ανεβαίνει στο βάθρο εκείνων που δεν υποτάσσονται στην ορθοφροσύνη της πλειονότητας ή του κοινού. Η επιθυμία για τον Παύλο δεν είναι στέρηση, αγωνία ή οδύνη, όπως την παρουσιάζει η πλατωνική και μετέπειτα χριστιανική ερμηνεία αλλά μια σφοδρή επαναστατική δύναμη που πηγάζει από το άνοιγμά της στα πολιτικά γεγονότα και στα κοινωνικά κινήματα. Η κεντρική του σύλληψη είναι ότι η ηθική και πολιτική ζωή είναι ένας στίβος σύγκρουσης ανάμεσα σε πολλές θεμελιώδεις αξίες. Και από την σύγκρουση αυτή οδηγείται στην πεποίθηση όχι ότι όλα είναι δυνατά αλλά ότι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν κάτι είναι αδύνατο, παρά μόνον αφού έχουμε δοκιμάσει και αποτύχει. Οι σκοποί των ανθρώπων είναι πολλοί και διαφορετικοί. Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι δεν υπάρχει μια και μοναδική λύση στην σύγκρουση των αξιών. Ίσως η ιδέα ότι μπορεί να υπάρξει μια τελική και αρμονική λύση να είναι και μια επικίνδυνη αυταπάτη. Είμαστε υποχρεωμένοι να επιλέγουμε και κάθε επιλογή μπορεί να συνεπάγεται μια ανεπανόρθωτη απώλεια. Η θυσία του Παύλου, η ιδέα ότι μόνοι εμείς μπορούμε να αλλάξουμε ριζικά την ιστορία προϋποθέτει μια αισιόδοξη και μαχητική θεώρηση του κόσμου που δύσκολα μπορεί να αναδυθεί σε περιόδους γενικής κρίσης. Ο Παύλος μας έδειξε, ίσως ακόμη μια φορά, ότι μια ανατρεπτική έκρηξη μπορεί να γεννηθεί όχι μόνον από την αθλιότητα αλλά και από την αφθονία κι ότι το αίτημα «ν’ αλλάξουμε ζωή» μπορεί να γίνει πιο ισχυρό από το εύκολο να απολαύσουμε την εξουσία.

Επίλογος
Τελειώνοντας αυτή μου την ελπίζω όχι κουραστική περιήγηση στις δύο Βιογραφίες της Μίτσης Πικραμένου θέλω να κάνω μια παρατήρηση. Η ανασύσταση μιας συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου γίνεται από τη Μίτση Πικραμένου μέσα από προσεκτική καταγραφή και, κατόπιν, μέσα από τον έλεγχο της προσληπτικής μεταβλητότητάς της δηλαδή τις τροποποιημένες αναγνωστικές εμπειρίες που φέρνουν οι νέες εποχές. Η Μίτση επιχειρεί διαρκώς νέες «επισκέψεις» σε παλαιότερες εποχές, αναθεωρεί ή και διορθώνει παλαιότερα σφάλματα, δοκιμάζει νέες υποθέσεις εργασίας πολλαπλασιάζοντας έτσι το πληροφοριακό φορτίο του αντικειμένου της έρευνας της. Η Ιστορία του Παύλου Μελά ή της Λουίζας Ριανκούρ δεν είναι ούτε «παρελθοντική», ούτε «παροντική»: είναι μια ιστορία «εν τω γίγνεσθαι», μια πολυφωνική εικόνα των διαρκών ζυμώσεων του 19ου αιώνα, του αιώνα των φιλελεύθερων κινημάτων, του εθνικού πατριωτισμού, των κινημάτων και των επαναστάσεων, αλλά και του αιώνα της αφήγησης, όπου η οργάνωση του νεοελληνικού κράτους, δηλώνει τη σταδιακή μετάβαση από το πλαίσιο της επαρχίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σε μια νέα πολιτειακή και θεσμική συγκρότηση, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Η σημασία των γεγονότων της εποχής αυτής ως συστατικού στοιχείου της νέας κοινωνικής και ιστορικής πραγματικότητας ήταν καθοριστική για τη συγκρότηση της εθνικής συνείδησης, που εγγράφεται στις πολιτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές διεργασίες του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και αποτελεί ένα καθοριστικό γεγονός μέσα στη νεοελληνική πραγματικότητα του 19ου αιώνα. Οι βιογραφίες, κατά κύριο λόγο απαιτούν πάθος και κατάθεση ψυχής. Και η συγγραφέας αποκαλύπτει την αγάπη της. Αγάπη τέτοια που να μην αφήνει κρυφό κανένα ελάττωμα, να μην κρατάει κανένα μυστικό και έτσι να αποκαλύπτει το φως και τις σκιές των ηρώων της.