ΠΡΟΣΩΠΑ

Γκάμπριελ Γκαρσία Μάρκες
Γκάμπριελ Γκαρσία Μάρκες

Γκάμπριελ Γκαρσία Μάρκες: Ο μάγος με την πένα!


"Αν ο Θεός ξεχνούσε για μια στιγμή ότι είμαι μια μαριονέτα φτιαγμένη από κουρέλια και μου χάριζε ένα κομμάτι ζωή, ίσως δεν θα έλεγα όλα αυτά που σκέφτομαι, αλλά σίγουρα θα σκεφτόμουν όλα αυτά που λέω εδώ.

Θα έδινα αξία στα πράγματα, όχι γι' αυτό που αξίζουν, αλλά γι' αυτό που σημαίνουν.
Θα κοιμόμουν λίγο, θα ονειρευόμουν πιο πολύ, γιατί για κάθε λεπτό που κλείνουμε τα μάτια, χάνουμε εξήντα δευτερόλεπτα φως. Θα συνέχιζα όταν οι άλλοι σταματούσαν, θα ξυπνούσα όταν οι άλλοι κοιμόταν. Θα άκουγα όταν οι άλλοι μιλούσαν και πόσο θα απολάμβανα ένα ωραίο παγωτό σοκολάτα!
Αν ο Θεός μου δώριζε ένα κομμάτι ζωή, θα ντυνόμουν λιτά, θα ξάπλωνα μπρούμυτα στον ήλιο, αφήνοντας ακάλυπτο όχι μόνο το σώμα αλλά και την ψυχή μου."
[Απόσπασμα από επιστολή που έστειλε ο Μάρκες στους φίλους του λίγο πριν αποσυρθεί από τη δημόσια ζωή για λόγους υγείας.]

Τα ανέμελα παιδικά χρόνια Την Κυριακή 6 Μαρτίου 1927 στις εννέα το πρωί στο παραλιακό χωριό Αρακατάκα της Κολομβίας γεννήθηκε ένα αγοράκι, ο Γκάμπριελ, που στην πορεία έμελε να γίνει ένας από τους πιο διάσημους συγγραφείς στον κόσμο. «Η πιο ζωντανή μου ανάμνηση δεν είναι τόσο οι άνθρωποι, αλλά το σπίτι στην Αρακατάκα όπου έζησα με τους παππούδες μου. Είναι ένα όνειρο που επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά μέχρι και σήμερα. Επιπλέον, δεν περνάει μέρα στη ζωή μου που να μην ξυπνήσω με την αίσθηση, πραγματική ή φανταστική, ότι έχω ονειρευτεί πως βρίσκομαι μέσα σε αυτό το τεράστιο παλιό σπίτι. Όχι ότι έχω γυρίσει εκεί, αλλά ότι είμαι εκεί, όχι σε κάποια συγκεκριμένη ηλικία ή για κάποιο ιδιαίτερο λόγο• σαν να μην έφυγα ποτέ. Ακόμη και τώρα, στα όνειρά μου εξακολουθεί να υπάρχει η αίσθηση ενός νυχτερινού προαισθήματος που κυριάρχησε σε όλη την παιδική μου ηλικία. Ήταν μια ανεξέλεγκτη δυσθυμία που με κυρίευε νωρίς κάθε βράδυ και με ροκάνιζε στον ύπνο μου, μέχρι που έβλεπα τον ήλιο να χαράζει μέσα από τις χαραμάδες της πόρτας».
Η Αρακατάκα είναι το θρυλικό Μακόντο, η φανταστική πόλη από το «Εκατό χρόνια μοναξιά».
Ο Γκάμπριελ, το πρώτο από τα έντεκα παιδιά, μεγαλώνει με τον παππού, τη γιαγιά και την αδερφή του. Οι γονείς του απουσιάζουν. Ζουν σε άλλες πόλεις, με τον πατέρα του, έναν τυχοδιώκτη αυτοδίδακτο ομοιοπαθητικό γιατρό, να προσπαθεί να πετύχει ως φαρμακοποιός. Οι καθημερινές βόλτες με τον παππού και τα παραμύθια της γιαγιάς αποτελούν τη βάση του ''μαγικού ρεαλισμού'' των μετέπειτα συγγραφικών χρόνων. Οι επισκέψεις στο τσίρκο και στον κινηματογράφο, οι ιστορίες από τον πόλεμο των Χιλίων Ημερών (τον εμφύλιο του 1899) ήταν τα σπουδαία μαθήματα που παρείχε ο παππούς, ο φιλελεύθερος συνταγματάρχης Νικολάς Ρικάρντο Μάρκες, στο μικρό Γκάμπριελ . «Η σχέση μου με τον παππού μου ήταν ο ομφάλιος λώρος που με κράτησε σε επαφή με την πραγματικότητα» τονίζει χαρακτηριστικά. Τα βράδια, οι ιστορίες της γιαγιάς με φαντάσματα, μύθους και θρύλους βουτηγμένους στην καρδιά της Λατινικής Αμερικής έδιναν τα κατάλληλα ερεθίσματα ώστε να συνδυάσει το φανταστικό και το πραγματικό στον πλούσιο κόσμο της συγγραφικής φαντασίας.

Η δημοσιογραφία
Το 1947 ξεκίνησε να σπουδάζει Νομική και Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο της Μπογοτά. Την ίδια χρονιά δημοσίευσε σε εφημερίδα το πρώτο του διήγημα, «Η Τρίτη Παραίτηση». Το 1948 μετακόμισε στην Καρθαγένη της Ινδίας των Δυτικών Ινδιών και ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία σε εφημερίδες και περιοδικά.
Οι πρώτες εβδομάδες του 1950 υπήρξαν γι' αυτόν οι πιο ευχάριστες• τουλάχιστον όσον αφορά τη δημοσιογραφική του καριέρα. Δύο ήταν τα βασικά προβλήματά του: η λογοκρισία και η αναζήτηση του κατάλληλου θέματος. Και τα δύο αυτά σχολιάζει με χιουμοριστικό τρόπο σε ένα άρθρο του με τίτλο «Το προσκύνημα της καμηλοπάρδαλης». «Η καμηλοπάρδαλη είναι ένα ζώο ευάλωτο στην παρα- μικρή δημοσιογραφική κίνηση» γράφει χαρακτηριστικά και συνεχίζει «υπάρχει το θέμα των δύο λογοκριτών. Ο πρώτος, ο οποίος βρίσκεται εδώ μέσα, δίπλα μου, κάθεται ντροπαλά κοντά στον ανεμιστήρα, διατεθειμένος να μην αφήσει την καμηλοπάρδαλη να έχει οποιοδήποτε χρώμα εκτός από εκείνο που φυσικά δημοσίως επιτρέπεται. Έπειτα, υπάρχει ο δεύτερος λογοκριτής για τον οποίο δεν μπορεί να ειπωθεί τίποτα χωρίς τον κίνδυνο ο μακρύς λαιμός της καμηλοπάρδαλης να μειωθεί στο ελάχιστο δυνατό. Τέλος, το ανυπεράσπιστο θηλαστικό φθάνει στον σκοτεινό θάλαμο του λινοτύπη, όπου αυτοί οι πολυσυκοφαντημένοι συνάδελφοι εργάζονται κοπιωδώς νυχθημερόν μετατρέποντας σε μολύβι ό,τι έχει γραφτεί επάνω σε ελαφριά και μηδαμινά φύλλα χαρτιού».
Στις αρχές της δεκαετίας του '50 βρέθηκε στην πόλη Μπαρανκίγια. Μοιάζει με αιώνιο φοιτητή ή μποέμ καλλιτέχνη. Επειδή δεν είχε τη δυνατότητα να πληρώνει κανονικό ενοίκιο, καταλήγει να μένει για ένα περίπου χρόνο σε οίκο ανοχής, ο οποίος έφερε το όνομα «Residencias New York». Στον επάνω όροφο ήταν τα δωμάτια των ιερόδουλων, τα οποία διηύθυνε με αυστηρότητα η μαντάμ Καταλίνα λα Γκράντε. Ο Γκαρσία Μάρκες ενοικίασε ένα από τα δωμάτια στον τελευταίο όροφο του κτιρίου προς ενάμισι πέσο τη βραδιά. Το δωμάτιο, που έμοιαζε περισσότερο με κλουβί, ήταν δεν ήταν τρία τετραγωνικά μέτρα. Ενίοτε δεν είχε χρήματα για να πληρώσει το ενοίκιο και αντ' αυτού έδινε στο θυρωρό Δάμασο Ροδρίγες το αντίγραφο από το τελευταίο του χειρόγραφο.
Πλέον εργάζεται ως αρθρογράφος στην εφημερίδα El Heraldo, καθώς μια καριέρα στη δημοσιογραφία του φαινόταν πιο συναρπαστική από τα νομικά που είχε σπουδάσει στην Μπογκοτά και την Καρταχένα, χωρίς πάντως να έχει πάρει το πτυχίο του. Όταν ο πατέρας του πληροφορήθηκε ότι δεν σκόπευε να αποφοιτήσει και ότι είχε προτιμήσει το γράψιμο από τη δικηγορία, του είπε εκνευρισμένος: «Θα καταλήξεις να τρως χαρτί!».
Αργότερα, η περίοδος που εργάζεται για την εφημερίδα El Espectador στην Μπογκοτά συμπίπτει με την κορύφωση της εμφύλιας διαμάχης που έμεινε γνωστή ως «La Violencia» και ο Μάρκες στοχοποιείται από το καθεστώς λόγω της τολμηρής και φιλελεύθερης αρθρογραφίας του. Τελικά φεύγει για την Ευρώπη, όπου εργάζεται ως ανταποκριτής για την El Espectador, προσπαθώντας παράλληλα να γνωρίσει την κουλτούρα της Γηραιάς Ηπείρου. Το συμπέρασμα, σύμφωνα με τον ίδιο, ήταν το εξής: «Οι περισσότεροι Λατινοαμερικανοί ανακαλύπτουν τον πολιτισμό όταν έρχονται στην Ευρώπη, για μένα όμως δεν ίσχυε το ίδιο». Δεν άργησε να επιστρέψει στον τόπο του.

Η γυναίκα της ζωής του
Μια μέρα, ενώ καθόταν ήρεμος στο «Γκραν Καφέ» του Καράκας (όπου ζούσε γράφοντας για την εφημερίδα El Momento), ο Μάρκες κοίταξε το ρολόι του, σηκώθηκε βιαστικά και είπε ότι πρέπει να προλάβει μια πτήση. Τον ρώτησαν πού πηγαίνει έτσι ξαφνικά και αυτός απάντησε: «Να παντρευτώ». Όλοι οι παρευρισκόμενοι σάστισαν, καθώς κανείς τους δεν γνώριζε ότι ο Μάρκες είχε κάποιο δεσμό. Σύμφωνα με τον ίδιο, την πρώτη φορά που είδε τη Μερσέδες Μπάρτσα, αυτός ήταν δεκαέξι ετών κι εκείνη εννέα. Ακολούθησε ένα πολυετές αλλά διακριτικό φλερτ - τα περισσότερα χρόνια η Μερσέδες αγνοούσε την ύπαρξή του. «Ο Γκαμπίτο με περίμενε να μεγαλώσω», είπε πολύ αργότερα. Ο Γκαμπίτο, όπως τον αποκαλούσε η Μερσέδες,τη ζήτησε σε γάμο και συμφώνησαν να παντρευτούν αφού πρώτα η Μερσέδες θα ενηλικιωνόταν και θα τελείωνε το σχολείο. Μεσολάβησαν τα ταξίδια του Μάρκες στην Ευρώπη και τη Βενεζουέλα, αλλά τήρησε την υπόσχεσή του και επέστρεψε για να την παντρευτεί. Έμειναν μαζί όλη τους τη ζωή. Έκαναν δύο γιους, το Ροδρίγο και το Γκονσάλο. Το 1981, σε μια συνέντευξή του στο περιοδικό The Paris Review, ο Μάρκες δήλωσε ότι το μοναδικό πράγμα για το οποίο μετανιώνει στη ζωή του είναι ότι δεν έκανε και μια κόρη.

Η άνοδος
"Πολλά χρόνια αργότερα, καθώς αντιμετώπιζε το εκτελεστικό απόσπασμα, ο συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία θυμήθηκε εκείνο το μακρινό απόγευμα όταν ο πατέρας του τον πήρε μαζί του για να ανακαλύψει τον πάγο...". Είναι η φράση με την οποία ξεκινούν τα Εκατό χρόνια μοναξιάς. Διδάσκεται στα πανεπιστήμια και στα εργαστήρια δημιουργικής γραφής, ως υποδειγματική αρχή μυθιστορήματος. Η επιφοίτηση ήρθε στο Μάρκες ενώ οδηγούσε το λευκό του Όπελ κάπου ανάμεσα στην Πόλη του Μεξικού και το Ακαπούλκο, εκεί όπου σκόπευε να περάσει λίγες ημέρες διακοπών μαζί με τη Μερσέδες και τα δυο τους παιδιά. Ξαφνικά έκανε αναστροφή και ανακοίνωσε στην οικογένειά του ότι οι διακοπές ακυρώνονται. Τι είχε συμβεί; Αυτό που περίμενε σε όλη του τη ζωή. Είχε σκεφτεί τι ήθελε να γράψει: ένα βιβλίο για τις ρίζες του, το μεγάλο μυθιστόρημα της Λατινικής Αμερικής. Ο Μάρκες πέρασε ενάμιση χρόνο γράφοντας.
Ήταν μια περίοδος μεγάλων στερήσεων, στην οποία, σύμφωνα με τον ίδιο, είχε καπνίσει 30.000 τσιγάρα και χρωστούσε 120.000 πέσος! Όταν τελικά ολοκλήρωσε το χειρόγραφό του, πήγαν μαζί με τη Μερσέδες να το ταχυδρομήσουν. Το δέμα θα κόστιζε 82 πέσος. Δεν είχαν τόσα κι έτσι έστειλαν μόνο τα μισά φύλλα. Μετά έβαλαν ενέχυρο μία θερμάστρα και ένα μίξερ και έστειλαν και το υπόλοιπο. Βγαίνοντας από το ταχυδρομείο, η Μερσέδες είπε: «Γκάμπο, αυτό που μας λείπει τώρα είναι το βιβλίο να είναι χάλια».
Το βιβλίο διαδόθηκε αμέσως από στόμα σε στόμα και σε δύο μόλις εβδομάδες είχαν πουληθεί τα 8.000 αντίτυπα της πρώτης έκδοσης. Είχε ήδη προαναγγελθεί αυτό που θα ακολουθούσε. Το βιβλίο έμελλε να μεταφραστεί σε όλες σχεδόν τις γλώσσες του πλανήτη, και να οδηγήσει στη βράβευση του Μάρκες με το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Ο Μάρκες τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1982, εκφωνώντας τον περίφημο λόγο «Η μοναξιά της Λατινικής Αμερικής». "Τολμώ να σκεφτώ πως αυτό που κέρδισε φέτος την προσοχή της Σουηδικής Ακαδημίας των Γραμμάτων είναι αυτή η παράξενη πραγματικότητα και όχι μόνο η λογοτεχνική έκφρασή της. Μια πραγματικότητα που δεν περιορίζεται στο χαρτί, αλλά ζει μαζί μας και καθορίζει κάθε στιγμή τους αναρίθμητους καθημερινούς θανάτους μας, και που τροφοδοτεί μιαν ανεξάντλητη πηγή δημιουργίας, γεμάτη δυστυχία και ομορφιά, της οποίας αυτός εδώ ο περιπλανώμενος και νοσταλγικός Κολομβιανός δεν είναι παρά ένας ακόμα αριθμός που ευλογήθηκε περισσότερο από την τύχη. Ποιητές και ζητιάνοι, μουσικοί και προφήτες, πολεμιστές και κατεργάρηδες, όλα τα πλάσματα αυτής της εξωφρενικής πραγματικότητας, δεν χρειάστηκε να ζητήσουμε παρά κάτι ελάχιστο από τη φαντασία, γιατί για μας η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν η ανεπάρκεια των συμβατικών μέσων προκειμένου να κάνουμε τη ζωή μας πιστευτή. Αυτός είναι, φίλοι μου, ο κόμπος της δικής μας μοναξιάς".
Τα χρήματα του βραβείου είπε ότι θα τα χρησιμοποιούσε για να ιδρύσει μια εφημερίδα στην Μπογκοτά και να χτίσει το σπίτι των ονείρων του στην Καρταχένα. Στη συνέχεια, βέβαια, δήλωσε ότι «ξέχασε» αυτά τα χρήματα σε λογαριασμό σε μια ελβετική τράπεζα και τα χρησιμοποίησε 16 χρόνια αργότερα για να αγοράσει το περιοδικό Cambio της Μπογκοτά.
Αν και έζησε μεγάλο μέρος της ζωής του πολύ φτωχικά, από ένα σημείο και μετά έλυσε το οικονομικό του πρόβλημα για πάντα. Πλέον είχε την άνεση να ζητάει 50.000 δολάρια για μια ημίωρη συνέντευξη, ενώ διέθετε επτά σπίτια σε πέντε διαφορετικές χώρες στη Λατινική Αμερική και την Ευρώπη. Ταξίδευε πολύ, ζούσε πολυτελώς, ντυνόταν καλά και ξόδευε όσα χρήματα ήθελε. Το 2005 τον επισκέφτηκε στην Πόλη του Μεξικού ο επίσημος βιογράφος του, ο Τζέραλντ Μάρτιν. Την ώρα που κουβέντιαζαν, ο Μάρκες κοίταξε έξω από το παράθυρο. «Ξέρεις, μερικές φορές με πιάνει κατάθλιψη», είπε. Ο Μάρτιν τον ρώτησε γιατί. «Καταλαβαίνω ότι όλα αυτά τελειώνουν», απάντησε εκείνος. Από το 1999 του είχε διαγνωσθεί καρκίνος στους λεμφαδένες, τον οποίο ξεπέρασε λίγα χρόνια αργότερα, αλλά εν τω μεταξύ εμφάνισε συμπτώματα άνοιας. Πέθανε από πνευμονία την Πέμπτη στις 17 Απριλίου στο σπίτι του στην Πόλη του Μεξικού.
''Το αύριο δεν το έχει εξασφαλίσει κανείς, είτε νέος είτε γέρος. Σήμερα μπορεί να είναι η τελευταία φορά που βλέπεις τους ανθρώπους που αγαπάς. Γι' αυτό μην περιμένεις άλλο, κάν'το σήμερα, γιατί αν το αύριο δεν έρθει ποτέ, θα μετανιώσεις σίγουρα για τη μέρα που δεν βρήκες χρόνο για ένα χαμόγελο, μια αγκαλιά, ένα φιλί και ήσουν πολύ απασχολημένος για να κάνεις πράξη μια τελευταία τους επιθυμία. Κράτα αυτούς που αγαπάς κοντά σου, πες τους ψιθυριστά πόσο πολύ τους χρειάζεσαι, αγάπα τους και φέρσου τους καλά, βρες χρόνο για να τους πεις “συγνώμη”, “συγχώρεσέ με”, “σε παρακαλώ”, “ευχαριστώ” κι όλα τα λόγια αγάπης που ξέρεις.''